- λευκόχριστος
- λευκόχριστος, -ον (Α)ασπρισμένος, ασβεστωμένος.[ΕΤΥΜΟΛ. < λευκ(ο)-* + χριστός (< χρίω «επαλείφω»)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λευκοχρίστους — λευκόχριστος whitewashed masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκ(ο)- — (AM λευκ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, που ανάγεται στο επίθετο λευκός. Τα σύνθ. στα οποία εμφανίζεται είναι προσδιοριστικού τύπου (δηλ. το α συνθετικό προσδιορίζει το β , πρβλ. λευκοθώραξ, λευκοπρόσωπος) με… … Dictionary of Greek